«Πράσινο φως» άναψε το εργατικό τμήμα του Αρείου Πάγου στη μονιμοποίηση των χιλίων περίπου συμβασιούχων του ΟΤΕ, τους οποίους είχε προσλάβει τη διετία 2002-2004, καθώς δικαίωσε συμβασιούχο του τηλεπικοινωνιακού Οργανισμού, ο οποίος ανήκει πλέον στον ιδιωτικό τομέα.
Να σημειωθεί ότι ...
γενικός κανονισμός προσωπικού του ΟΤΕ, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή με την από 10/6/1999 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, δεν επιτρέπει τη μετατροπή των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.Να σημειωθεί ότι ...
Οι Αρεοπαγίτες, με την υπ’ αριθμ. 816/2011 απόφασή τους, έκριναν ότι για τους συμβασιούχους του ΟΤΕ δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός προσωπικού του ΟΤΕ, αλλά η εργατική νομοθεσία και ειδικά ο Ν. 2112/1920 και η ρήτρα 5 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ.
Χαρακτηριστικά, οι δικαστές υπογραμμίζουν ότι η σύμβαση του υπαλλήλου που προσέφυγε στα δικαστήρια και «η εν συνεχεία ανανέωσή της καταρτίστηκε προσχηματικά, με πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του Ν. 2112/1920 ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας, με συνέπεια να καθίσταται αυτή άκυρη ως προς το χρονικό αυτό περιορισμό της διάρκειάς της και συνιστά, έτσι, κατ’ ορθό χαρακτηρισμό της, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου».
Τον Άρειο Πάγο τον απασχόλησε περίπτωση εργαζομένου στον ΟΤΕ, ο οποίος στις 15/2/2002 προσελήφθη ως εργάτης, με έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που έληγε στις 15/1/2003. Η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε στη συνέχεια τέσσερις φορές, χωρίς να μεσολαβήσει καμία διακοπή, οπότε στις 14/3/2004 ο ΟΤΕ έπαυσε να δέχεται τις υπηρεσίες του προσφεύγοντα στη Δικαιοσύνη.
Ο εργαζόμενος, αν και αρχικά προσλήφθηκε ως εργάτης, από την αρχή της πρόσληψής του απασχολήθηκε ως βοηθός τεχνίτη στο βλαβοληπτικό κέντρο της Λ. Αλεξάνδρας, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ΟΤΕ. Δηλαδή, η εργασία του ήταν όμοια με αυτή την οποία εκτελούσαν οι μόνιμοι υπάλληλοι του τηλεπικοινωνιακού Οργανισμού.
Έτσι, όμως, υπογραμμίζει η Δικαιοσύνη, η σχέση εργασίας του απασχολούμενου στον ΟΤΕ «είχε από 15/5/2002 τα χαρακτηριστικά της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η πρόσληψη και η απασχόληση αυτού δεν εξυπηρετούσε πρόσκαιρες και παροδικές ανάγκες της εναγομένης, αλλά πάγιες, διαρκείς και μόνιμες ανάγκες των τεχνικών υπηρεσιών αυτής».
Κατόπιν αυτών -συνεχίζουν οι δικαστές- «ο χρονικός περιορισμός τής από 15/5/2002 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, και την εν συνεχεία διαδοχικών συμβάσεων ανανεώσεως αυτής, δεν δικαιολογείτο από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα των έργων του ΟΤΕ και από τη φύση των υπηρεσιών που παρείχε σ’ αυτήν ο εργαζόμενος, ούτε από τη φύση των καλυπτομένων από την εργασία του αναγκών του Οργανισμού, αλλά ούτε και υπαγορεύτηκε από κάποιον άλλο ειδικό λόγο, αναγόμενο στις συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών του ΟΤΕ».