Λίγες ημέρες μετά την προσκύνηση του Χαριτόβρυτου και Μυροβλίζοντος τμήματος του Ιερού Λειψάνου του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου, πολιούχου Θεσσαλονίκης, η Ενορία του Αγίου Δημητρίου της Τριπόλεως και οι Χριστιανοί της Πόλεως, εόρτασαν λαμπρά την εορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου.
Στην Ιερά Ακολουθία του Εσπερινού, την παραμονή της Εορτής χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ. κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, πλαισιωμένος από τους Ιερείς της πόλεως μας. Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο Πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης π. Θεόκλητος Αθανασόπουλος, Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως, παρουσία πλήθους κόσμου, αρχόντων και εορταζόντων την Μεγάλη αυτή Εορτή. Εν συνεχεία ακολούθησε Λιτάνευση της Ιεράς Εικόνος του Αγίου, πέριξ του Ιερού Ναού.
Ανήμερα της εορτής, στον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία, τον Σεβ. Μητροπολίτη μας, εκπροσώπησε ο Αρχιερατικός Επίτροπος Τριπόλεως, Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Βενέδικτος Καρύδης, όπου κήρυξε το Θείο Λόγο. Πλήθος κόσμου, ενοριτών και ευλαβών προσκυνητών συμμετείχε ανήμερα της εορτής στην Ιερά Πανήγυρη.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ. κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, πλαισιωμένος από Ιερείς της περιφερείας Λεβιδίου, τέλεσε την Θεία Λειτουργία στην Ενορία Αγ. Δημητρίου Δάρα, όπου ομίλησε για την εορτή και τον Αγ. Δημήτριο, ευχόμενος σε όλους Χρόνια Πολλά και ευλογημένα, ιδιαιτέρως στους έχοντας και την ονομαστική τους εορτή.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
( Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης,
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη)
Στη θεοφύλακτη μητρόπολη των Θεσσαλονικέων, γεννήθηκε το 280 και μεγάλωσε ο Μεγαλομάρτυρας του Χριστού Δημήτριος ο ωραιότερος της καρπός, πανέμορφος στην μορφή και την ψυχή, γλυκύς στα λόγια του και στους τρόπους του. Τότε Καίσαρας της Μακεδονίας ήταν Μαξιμιανός Γαλέριος (284-305 μ.Χ.). Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος από τον Καίσαρα Γαλέριο, μέλος της Τετραρχίας, εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ο χριστιανισμός, που είχε εξαπλωθεί από την Παλαιστίνη ως τον Πόντο και από τη Μικρασία, ως την Ελλάδα και την Ιταλία, έχει να επιδείξει την εποχή αυτή αναρίθμητες θυσίες και μαρτυρικούς θανάτους, με αποτέλεσμα, η εποχή αυτή να μείνει γνωστή στην ιστορία σαν εποχή μαρτύρων του χριστιανισμού.
Με τον ερχομό του 4ου αι. ο χριστιανισμός είχε ήδη εδραιωθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με πολυάριθμους χριστιανούς και Εκκλησίες οργανωμένες κατά τα πρότυπα της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων. Εκλεκτό μέλος της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων ήταν και ο Άγιος Δημήτριος. Προερχόταν από ευσεβείς γονείς, τους πλέον επισήμους άρχοντες των Μακεδόνων. Ο πατέρας του καταγόταν από ξεχωριστό γένος, ήταν όμως και στην ψυχή ακόμη πιο ξεχωριστός. Ο Δημήτριος είχε προικιστεί από τον Δωρεοδότη κάθε αγαθού με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. Είχε εντυπωσιακή σεμνότητα, άφθονη περιουσία, μεγάλη σωματική δύναμη, ομορφιά μοναδική, και ευγένεια στο ήθος του. Στα χαρίσματα αυτά προστέθηκε η μόρφωση και η παιδεία. Με την πνευματική του υπεροχή, την ωραία του εμφάνιση, την ευσέβεια και την ηθική του γενναιότητα ο Δημήτριος έγινε πολύ γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την πόλη, και προβλήθηκε ως το ιδεώδες τελείου ανθρώπου. Καταγινόταν κυρίως στο να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται στην πολεμική τέχνη, διότι έτσι συνδύαζε άριστα τη φρόνηση και την ανδρεία με την στρατηγική πείρα. Η φήμη του έφθασε και μέχρι το βασιλιά Μαξιμιανό Γαλέριο, ο όποιος εκτιμώντας τις αρετές του τον προσέλαβε αρχικώς ως μέλος της συγκλήτου της πόλεως και στη συνέχεια τον τίμησε με το αξίωμα του Δούκα, διορίζοντας τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας.
Ως χριστιανός ο Δημήτριος, δεν περιορίστηκε μόνο στη λατρεία του μόνου και αληθινού Θεού, άλλα προχώρησε με ζέση και ζήλο στο ιεραποστολικό έργο, φωτίζοντας και διδάσκοντας τόσο με τη φωτεινή παρουσία του, όσο και με τους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τον σπόρο του Ευαγγελίου στην αγαθή γη των Θεσσαλονικέων.
Μ' αυτό τον τρόπο ο σοφός, παρθένος και όσιος, πάγκαλος και παναμώμητος Δημήτριος, αναδείχθηκε διδάσκαλος και απόστολος. Η μόρφωση και η παιδεία, που είχε αναμιγμένη με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, κατέστη όπλο και αμυντήριο και οικοδομικό εργαλείο και γεωργική σκαπάνη και άροτρο και αλιευτική σαγήνη, ώστε κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στη σοφία του Δημητρίου. Καλλιεργώντας έτσι ο Δημήτριος τον αμπελώνα του Κυρίου της αγαπημένης του πόλεως, καταγράφοντας τα ρήματα της αιωνίου ζωής στις καρδιές των Θεσσαλονικέων ειδωλολατρών, περιέλαβε στη σαγήνη του κηρύγματος του εκτός από τη Θεσσαλονίκη, την Αττική και την Αχαια, ώστε να καταστεί από τότε ακόμη με τα θεία του λόγια θαύμα και ευωδία Χρίστου. Ο Μάρτυς συνήθιζε να διδάσκει στη Χαλκευτική Στοά, σε υπόγειο του Ναού της Αειπαρθένου Θεομήτορος, που ονομαζόταν Καταφυγή, κοντά στο δημόσιο λουτρό.
Ήδη ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός καθώς βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των Ίσαύρων, εκτιμώντας το λαμπρό, περίδοξο και περίβλεπτο γένος του Δημητρίου, όπως επίσης και τις αρετές που συγκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατο όλης της Ελλάδος δίνοντάς του την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι και το υπατικό διάδημα, τα όποια έφερε ως διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και ως μυστικά σύμβολα της διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που μυστικά του χάρισε ο αληθινός και ουράνιος Βασιλεύς του, ο Χριστός.
Ο βασιλιάς Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθες και τους Σαυρομάτες, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος θυσιάζοντας στα είδωλα από όσες πόλεις διέβαινε. Ήλθε και στη Θεσσαλονίκη και μερικοί από τους ειδωλολάτρες της πόλης, έχοντας στην καρδιά τους τον διάβολο και επιθυμώντας να τιμηθούν από τον βασιλιά του είπαν:
- Μεγαλειώτατε, σε παρακαλουμε να μας ακούσεις, διότι επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν, πως ο Δημήτριος, ο όποιος τιμήθηκε με το βαθμό του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει στον Χριστό, εκείνον τον όποιο σταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον, κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστό ως Θεό αληθινό. Και καθημερινώς ακούνε τους πλανημένους λόγους του οι άνθρωποι, αφήνουν την θρησκεία τους και γίνονται Χριστιανοί.
Ο βασιλιάς, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, αρχικά λυπήθηκε, διότι θα έχανε τέτοιο άνθρωπο, έπειτα όμως, θέλοντας να διαπιστώσει και ο ίδιος την αλήθεια, διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Πήγαν οι άνθρωποι του βασιλιά στην Καταφυγή και βρήκαν τον Άγιο να κάθεται και να διδάσκει το λόγο του Θεού, οπότε τον άρπαξαν αμέσως και τον παρουσίασαν στον βασιλιά. Ο Αγιος δεν αντιστάθηκε καθόλου, αλλά με χαρά στάθηκε μπροστά του.
Ο βασιλιάς λέει προς τον Δημήτριο:
- Τέτοια τιμή περίμενα να μου δώσεις; Έτσι έλπιζα να με τιμάς και σε ανεβίβασα σε τέτοιο βαθμό; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ δεν βγήκες από την πόλη ούτε ένα μίλι για να με προυπαντήσεις;
Αφού άκουσε αυτά ο Άγιες απάντησε:
- Βασιλιά μου, εγώ τιμώ τη βασιλεία σου, τιμώ όμως περισσότερο άπό εσένα τον Θεό του ουρανού και της γης, ο όποιος είναι βασιλιάς όλου του κόσμου.
- Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;.
Ο Άγιος απάντησε:
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ.
Ο βασιλιάς του λέγει πάλι:
- Λοιπόν αυτόν πιστεύεις εσύ και γι' αυτό δεν μας καταδέχεσαι, ανάξιε της τιμής; Και τι καλό είδες από τον Χριστό σου και τον έχεις Θεό και Βασιλέα; Δεν είναι θεός ο Δίας, ο Απόλλων και οι υπόλοιποι, αλλ ο Χριστός σου; Δεν σε τίμησα εγώ και σε διόρισα ηγεμόνα της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις σε μας αχάριστε άνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι στους μεγάλους θεούς και μας; Έργω λοιπόν θα σου ανταποδώσω κατά τη μολυσμένη γνώμη σου. Θα βασανισθείς και θα τιμωρηθείς με πολλά βασανιστήρια για να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ, και τι μπορεί να κάνει ο Θεός σου για σένα.
Ο Άγιος αποκρίθηκε:
- Βασιλιά, τις τιμωρίες και τα βάσανα με τα όποια με απειλείς, εγώ τα θεωρώ ως χαρά και αγαλλίαση διότι αυτά θα μου χαρίσουν τη βασιλεία των ουρανών και ατελείωτη τιμή.
Ο βασιλιάς θύμωσε υπερβολικά εναντίον του Δημητρίου. Έπειτα όμως, θέλοντας να δείξει κάποια υποχωρητικότητα, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, συλλογιζόμενος ότι, αν εξευτελισθεί και φυλακισθεί, θ' αναγκασθεί να αλλάξει γνώμη. Πήραν οι στρατιώτες το Άγιο και τον οδήγησαν σε τόπο ακάθαρτο δηλαδή σε παλαιό λουτρό στα υπόγεια του οποίου χύνονταν απόνερα. Καθώς μπήκε ο Άγιος στον τόπο εκείνο, είδε μπροστά του ένα μεγάλο σκορπιό ο όποιος προσπαθούσε να τον κεντρίσει. Ο Άγιος έκανε το σημείο του Τιμίου Σταύρου και είπε:
- Στο όνομα του Ιησού Χρίστου, ο όποιος είπε να πατάμε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και σ' όλη τη δύναμη του εχθρού.
Αυτό είπε και πάτησε εκείνο τον σκορπιό, και αμέσως εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου πάνω του, κρατώντας στεφάνι χρυσό, και του είπε:
- Χαίρε Δημήτριε στρατιώτη του Χριστού, έχε θάρρος, γέμισε με τη δύναμη του Χριστού και νίκα τους εχθρούς σου.
Και έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του μάρτυρα. Ο Άγιος παρέμεινε στον βρωμερό εκείνο τόπο, στερημένος από τη συναναστροφή ανθρώπων, έχοντας όμως την παρηγορία από τον Θεό.
Ο παράνομος βασιλιάς, χαιρόταν να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον αγώνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή την συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά, έβαζαν τους ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλο και όποιος νικούσε σε ένα άπό αυτά, τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθισε σε τόπο υψηλό για να βλέπει τα αγωνίσματα. Ένας από αυτούς που πάλευαν ήταν άνθρωπος του βασιλιά και ονομαζόταν Λυαίος και ήταν από τη Σκυθία. Ήταν ψηλός και δυνατός και ο βασιλιάς τον είχε μαζί του για να του προξενεί τιμή και έπαινο. Ο βασιλιάς για τις νίκες του του χάριζε πλούσια δώρα.
Κάποιος νέος από την Θεσσαλονίκη, ωραίος στην όψη, ο Άγιος Νέστορας, ο όποιος ήταν κρυφός χριστιανός και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέποντας τον Λυαίο να σκοτώνει τους ανθρώπους και ο βασιλιάς να ευχαριστείται για τις νίκες του, αλλά και θέλοντας να δει τη δύναμη του αληθινού Χριστού του Θεού, πήγε στο λουτρό που ήταν κλεισμένος ο Άγιος Δημήτριος και του είπε:
Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αφέντη μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου. Η ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του. Μόνο ευλόγησέ με και ενδυνάμωσέ με να πάω να τον νικήσω. Τότε ο Άγιος Δημήτριος έκανε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε:
- Πήγαινε. Και το Λυαίο θα νικήσεις και για τον Χριστό θα μαρτυρήσεις.
Αναχώρησε λοιπόν ο Νέστορας και πήγε στον τόπο που γινόταν ο αγώνας της πάλης και αμέσως φώναξε:
- Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δυο.
Ο βασιλιάς, ο όποιος καθόταν σε ψηλότερο μέρος, μόλις ειδε τον Νέστορα, νέο στην ηλικία, 20 ετών, μήνυσε σ' αυτόν να πάει μπροστά του και του είπε:
- Νεανία, δεν λυπήθηκες τη ζωή σου, αλλ΄ ήλθες να παλέψεις με τον Λυαίο; Δεν βλέπεις πόσους νίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νιάτα σου; Μήπως αναγκάζεσαι από τη φτώχεια να επιθυμείς τον θάνατο σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο για να μη θανατωθείς. Αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να μη χάσεις τη ζωή σου.
Ο Νέστορας απάντησε στο βασιλιά:
- Εγώ πτωχός δεν είμαι, ούτε καταφρονώ τη ζωή μου, άλλα και πλούτο έχω και τη ζωή μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλέψω με τον Λυαίο για να λάβω τιμή· διότι και αν είμαι πλούσιος, τιμή όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμο πλούτο; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φάνω καλύτερος από τον Λυαίο, γι' αυτό αποφασίζω να κινδυνεύσω. Όταν ο βασιλιάς είδε ότι ο νέος δεν ακούει, τον άφησε.
Ο Άγιος Νέστωρ, αμέσως πλησίασε τον Λυαίο, έριξε το πανωφόρι του και φώναξε:
- Ο Θεός του Δημητρίου, βοήθει μοι.
Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαίο στο κέντρο της καρδίας του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε:
- Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός σκότωσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα και εσύ πως τον θανάτωσες;
Ο Άγιος Νέστορας αποκρίθηκε:
- Εγώ βασιλιά μου δεν νίκησα το Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού.
Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν από τους άρχοντες, τον Μαρκιανό, να βγάλει τον Νέστορα έξω από τη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι τελειώθηκε ο Άγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου.
Ο βασιλιάς με λύπη αναχώρησε για το παλάτι, μονολογώντας:
- Μα τη δύναμη των μεγάλων θεών, από μαγείες σκοτώθηκε σήμερα ο φίλος μου ο Λυαίος.
Μόλις έμαθε ότι ο Λυαίος φονεύθηκε με οδηγίες του Δημητρίου, πρόσταξε τους στρατιώτες να πάνε στο λουτρό και να σκοτώσουν τον Άγιο Δημήτριο.
- Όποιος με αγαπά, να φύγει αμέσως να σκοτώσει τον Δημήτριο.
Πήγαν οι στρατιώτες και λόγχευσαν τον Αγιά με τις λόγχες τους σε όλο του το σώμα. Η πρώτη λόγχευση ήταν στη δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τους είδε ο Άγιος, ύψωσε μόνος του το δεξί του χέρι για να τον λογχεύσουν. Με αυτό το μαρτύριο τελειώθηκε ο Άγιος Δημήτριος.
Κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν στο λουτρό εκείνο κρυφά, επειδή φοβόταν το βασιλιά και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος στο όποιο τελειώθηκε.
Κάποιος φίλος του Αγίου, ο Λούπος, ο όποιος βρισκόταν εκεί κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβγαλε το δαχτυλίδι του Αγίου από το δεξί του δάκτυλο και πήρε το μαντήλι του και το πανωφόρι του από τους ώμους του και τα έβαψε στο αίμα του Μεγαλομάρτυρος και μ αυτά ενεργούσε θαύματα πολλά. Αρρώστους γιάτρευε, δαιμονισμένους θεράπευε.
Ο βασιλιάς, μόλις τα έμαθε αυτά, έστειλε στρατιώτες και αποκεφάλισαν τον Λούπο σε κάποιο τόπο που λεγόταν Τριβουνάλιο.
Μ' αυτό τον τρόπο τελειώθηκε ο Πολιούχος μας, ο θαυματουργός και Μυροβλήτης Δημήτριος. Ο αγαπημένος μαθητής και φίλος του Χριστού, μιμήθηκε πολύ τον Χριστό στα μαρτυρία τα οποία υπέστη, στην απέραντη καρτερία του και στη διδαχή την οποία έκανε. Ο μαρτυρικός του θάνατος ονομάσθηκε Χριστομίμητος σφαγή.
+ Ιερεύς Ιωάννης Σουρλίγγας