Η προσαρµογή των αποδοχών εκατοντάδων χιλιάδων δανειοληπτών σε χαµηλότερα επίπεδα, στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικής υποτίµησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, αναµένεται να δηµιουργήσει µια νέα γενιά «προβληµατικών» δανείων, τα οποία οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να ρυθµίσουν µε στόχο να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εξυπηρετήσιµα.
Τα στοιχεία που έδωσε την περασµένη εβδοµάδα στη δηµοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αποκαλυπτικά του µεγέθους του προβλήµατος, το οποίο επιδεινώθηκε σηµαντικά µέσα στο 2011. Μέσα στο πρώτο εξάµηνο του έτους βρέθηκαν στο «κόκκινο» νέα δάνεια ύψους άνω των 6 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τα σχετικά µεγέθη στο 12,8% του συνολικού χαρτοφυλακίου χορηγήσεων των τραπεζών ή στα 32 δισ. ευρώ. Η άνοδος αυτή σηµειώθηκε παρά το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύµατα προχώρησαν σε σηµαντικές διαγραφές δανείων της τάξεως των 3 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο, ενώ συνεχίστηκαν µε αµείωτο ρυθµό και οι αναχρηµατοδοτήσεις.
Σύµφωνα µε εκτιµήσεις τραπεζικών στελεχών, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν τακτοποιηθεί στη λιανική τραπεζική δάνεια άνω των 10 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 70% είναι ενυπόθηκα στεγαστικά και τα υπόλοιπα καταναλωτικά. Οι ρυθµίσεις αυτές πραγµατοποιούνται µε την αλλαγή των όρων εξόφλησης των οφειλοµένων (επιµήκυνση διάρκειας, περίοδος χάριτος) ή σε ακραίες περιπτώσεις ακόµη και µε «κούρεµα» µέρους του χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιµο. Παράλληλα, έχει τεθεί σε λειτουργία ο νέος νόµος για τα υπερχρεωµένα νοικοκυριά, µέσω του οποίου θεσµοθετήθηκε στη χώρα µας Πτωχευτικό ∆ίκαιο για τα φυσικά πρόσωπα. Χιλιάδες είναι τα νοικοκυριά που µέσω δικηγορικών γραφείων ή καταναλωτικών οργανώσεων έχουν καταθέσει αιτήσεις στα Ειρηνοδικεία όλης της χώρας, επιδιώκοντας τον εξωδικαστικό ή δικαστικό διακανονισµό των οφειλών τους.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους προσπαθούν να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο προκειµένου να διασφαλίσουν τα συµφέροντά τους, χωρίς ωστόσο να οδηγήσουν τα πράγµατα στα άκρα, επιδεινώνοντας περισσότερο τις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική οικονοµία. «Δεν θέλουµε να γίνουµε ούτε µεσίτες ακινήτων σε µια “νεκρή” κτηµαταγορά ούτε µάντρες αυτοκινήτων» σηµειώνει επικεφαλής Λιανικής Τραπεζικής µιας εκ των µεγαλυτέρων ελληνικών τραπεζών, προσθέτοντας ότι «προσπαθούµε να ισορροπήσουµε σε ένα περιβάλλον ύφεσης και µειωµένης ρευστότητας, µεγιστοποιώντας τις ταµειακές ροές, µε όσο το δυνατόν µικρότερες συνέπειες για την εγχώρια οικονοµική δραστηριότητα».
Τρεις τρόποι ρύθμισης
Τα πιστωτικά ιδρύµατα χρησιµοποιούν τρεις τρόπους για την αντιµετώπιση της κατάστασης των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση:
1) Ρύθµιση χρεών χωρίς εξασφαλίσεις Ο στόχος επιτυγχάνεται µε την επιµήκυνση της εναποµένουσας διάρκειας εξόφλησης ή µε την παροχή µιας περιόδου χάριτος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο δανειολήπτης καταβάλλει µόνο τόκους ή και ένα µέρος του κεφαλαίου. Σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις, µπορεί να γίνει δεκτή ακόµη και αναστολή πληρωµής ως δύο έτη.
2) Τακτοποίηση µε εµπράγµατες εξασφαλίσεις Η χορήγηση ενεχύρου στην τράπεζα επιτρέπει τη σηµαντική µείωση του επιτοκίου του δανείου, αλλά και τη µεγάλη διάρκεια εξόφλησης, που οδηγούν τελικώς σε αξιοσηµείωτη υποχώρηση των µηνιαίων δόσεων που µπορεί να φθάσει ακόµη και το 70%, χωρίς ανάλογη επιβάρυνση σε τόκους.
3) «Κούρεµα» της οφειλής και νέος διακανονισµός Μπορεί να κουρευτεί» ως και 35% της οφειλής, ενώ για το υπόλοιπο 65% γίνεται νέος διακανονισµός. Πρόκειται για το στάδιο που µεσολαβεί πριν από την προσφυγή του δανειολήπτη στη ∆ικαιοσύνη. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συµφωνία ή διαπιστωθεί ότι ο δανειολήπτης µπορεί να εξυπηρετήσει το δάνειό του, η υπόθεση οδηγείται στα δικαστήρια.
Εξάλλου ορισµένες τράπεζες έχουν λανσάρει επίσηµα προγράµµατα «κουρέµατος» οφειλών. Για παράδειγµα, το µεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυµα στην εγχώρια αγορά έχει δηµιουργήσει ένα προϊόν το οποίο προβλέπει την εξής συµφωνία:
Ο δανειολήπτης προκαταβάλλει 25% της οφειλής και η τράπεζα προχωρεί σε ισόποση διαγραφή από το χρέος του όταν εξοφληθεί στο σύνολό του το υπόλοιπο 75% του δανείου. Πάντως όσοι πετύχουν «κούρεµα» της οφειλής τους, αυτοµάτως µπαίνουν στις λίστες του «Τειρεσία».
(Πηγή: Το Βήμα)