της Λαμπρινής Καρακούρτη-Ορφανοπούλου  Ιστορικού Τέχνης


(από την εφημερίδα "Οδός Αρκαδίας")


Η γλυπτική, από την ίδια της τη φύση, εκπληρώνει το υψηλότερο όραμα της τέχνης από τότε που δημιουργήθηκε: την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, την κατάκτηση της αιωνιότητας, τη διάρκεια.
Η γλυπτική υψώνει τη ζωή, την ιστορία, στη δύναμη της μνήμης. Μνημειώνει ό,τι αξίζει να διασωθεί από τη λήθη. Μνήμα, μνημείον, μνημειακό είναι λέξεις που μαρτυρούν αυτή την ευγενή καταγωγή.
Η γλυπτική, λόγω της αντοχής των υλικών της, προοριζόταν κυρίως για τον ανοιχτό, υπαίθριο χώρο. Έτσι, αναδείχτηκε στην κατ’ εξοχήν τέχνη του δήμου, της πολιτείας. Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν αναγάγει σε παιδευτικό θεσμό της πόλεως. Τίποτε δεν εκφράζει εγκυρότερα και πιο εύγλωττα τους δημοκρατικούς θεσμούς από τις μαρτυρίες των έργων τέχνης, και ιδιαίτερα της γλυπτικής, που είχε άλλωστε το μοναδικό προνόμιο να αναμετρηθεί με το χρόνο.
Τα υπαίθρια γλυπτά, λόγω της καλλιτεχνικής και της ιστορικής τους σημασίας, θεωρούνται και είναι μνημεία, αφού με τον όρο «μνημείο» χαρακτηρίζεται ένα αντικείμενο που χρησιμεύει στη διαιώνιση της μνήμης ενός ή πολλών προσώπων, ενός γεγονότος ή μιας ιδέας.
Η υπαίθρια γλυπτική ωστόσο παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με την ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία ή τα έργα γλυπτικής των Μουσείων. Το γλυπτό έργο τέχνης  φέρει τη σφραγίδα του δημιουργού του, φανερώνει την έμπνευση και το ταλέντο του και αντικατοπτρίζει τα προσωπικά του βιώματα. Τοποθετείται στο χώρο, που γίνεται το άμεσο περιβάλλον του και  καλείται  να «συνομιλήσει» με το θεατή. Παράλληλα φέρει τη σφραγίδα της εποχής του,  ανήκει σε όλους και προσβλέπει στη γενική αποδοχή. Προκύπτει συνήθως μετά από παραγγελία, ανάθεση, καλλιτεχνικό διαγωνισμό ή δωρεά, καθ’ υπαγόρευση κάποιου φορέα, δημόσιου ή ιδιωτικού.
Η επιλογή του χώρου τοποθέτησης του  ήταν και είναι καθοριστική για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα και την ένταξη του γλυπτού στον περιβάλλοντα χώρο. Συνήθως η σχετική επιχειρηματολογία αφορά είτε την ιστορική σύνδεση του χώρου με το τιμώμενο πρόσωπο ή γεγονός, είτε αρχιτεκτονικές και χωροθετικές παραμέτρους. Τη συνολική όμως εικόνα του γλυπτού επηρεάζουν οι διαρρυθμίσεις του περιβάλλοντος χώρου, το πράσινό, ο φωτισμός, η κυκλοφορία και η κίνηση των πεζών καθώς και το βάθρο, το οποίο άλλοτε αναβαθμίζει και άλλοτε υποβαθμίζει το έργο τέχνης, ενώ ενίοτε είναι αδιάφορο.
Διάσπαρτα, λοιπόν, στην πόλη της Τρίπολης είναι τοποθετημένα αρκετά γλυπτά έργα τέχνης, άλλα αξιόλογα και άλλα μικρότερης αισθητικής αξίας, όλα όμως σημαντικά για την ιστορία του τόπου μας, ως πολύτιμοι δείκτες του νεοελληνικού μας βίου· μνημεία, αγάλματα, προτομές, που φιλοτεχνήθηκαν, άλλα με αφορμή την απόδοση φόρου τιμής σε κάποιο σημαντικό πρόσωπο και άλλα ως έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ορειχάλκινη προτομή του μεγάλου μαέστρου Δημήτριου Μητρόπουλου, μπροστά από το Μαλλιαροπούλειο Θέατρο, η οποία είναι φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Θανάση Απάρτη, που ήταν μαθητής του Μπουρντέλ.  Αποτελεί αντίτυπο της προτομής που εκτέθηκε το 1962 στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, το 1965 στην Πανελλήνια έκθεση, το 1969 στο Κολλέγιο Αθηνών και το 1977 στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Η προτομή  διακρίνεται για την αφαιρετική της διάθεση και τη μελετημένη διατύπωση των ανατομικών λεπτομερειών. Το πλαίσιο του προσώπου, με τη δημιουργία μικρών, συνεχών, παλλόμενων επιφανειών που αναδεικνύουν τις αξίες του φωτός, προσδίδει στο σύνολο δύναμη και εκφραστικότητα. Ο Θ. Απάρτης ακολουθεί εδώ μια από τις βασικές αρχές της διδασκαλίας του Μπουρντέλ, όπως περιγράφει στην αυτοβιογραφία του : «το σχέδιο από μέσα προς τα έξω και πάλι προς τα μέσα».Η ελαφρά στροφή του κεφαλιού προς τα δεξιά, και οι ευγενικές γραμμές γύρω από το στόμα κάνουν το έργο να σφύζει από φυσική και πνευματική ζωή. Στο έργο διακρίνεται εύκολα πως ο Απάρτης δεν περιορίζεται στα επιφανειακά στοιχεία, αλλά αγωνίζεται να μεταφέρει σε πλαστικές αξίες (ανήσυχες επιφάνειες, διακοπτόμενα επίπεδα) όχι ό,τι βλέπει στο μοντέλο του , αλλά και ό,τι ξέρει γι’αυτό.
Η θεματολογία των προτομών της πόλης καλύπτει όλο το φάσμα· ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, επισκόπους, ήρωες, ευεργέτες, δημάρχους, στους οποίους η προτομή αποτελεί φόρο απότισης τιμής στις αρετές τους. Στην πόλη μας υπάρχουν μεταξύ άλλων, η προτομή του Επισκόπου Βρεσθένης Θεοδώρητου, μπροστά από το πάρκο των Φιλοδένδρων, η οποία είναι φιλοτεχνημένη από τον Αρκάδα γλύπτη Θεόδωρο Βασιλόπουλο, η ορειχάλκινη προτομή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου-στο πάρκο του Δικαστηρίου- και το ορειχάλκινο άγαλμα της Μάνας-στην πλατεία του Άρεως-  φιλοτεχνημένα από τον επίσης Αρκάδα γλύπτη Γεώργιο Γεωργίου. Ο Αρκάς γλύπτης κατορθώνει με τη μορφική λιτότητα και την υφολογική αυστηρότητα να αποδεσμευτεί από την ακαδημαϊκή παράδοση, δίνοντας εξωτερική πιστότητα και εσωτερική αλήθεια στα γλυπτά του. Επίσης η  ορειχάλκινη προτομή του πορθητή της Τριπολιτσάς  Μανώλη Δούνια, η οποία βρίσκεται στο περίβολο του ναού της Μεταμόρφωσης, φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Βάσο Καπάνταη. Η μορφή του αγωνιστή δεν είναι  μεταφορά οπτικών εμπειριών αλλά βασίζεται στη λογική του φορμαλισμού. Ο Καπάνταης ξεπέρασε τη ψυχρή ακαδημαϊκή γλώσσα και δημιούργησε μια προτομή με εσωτερικό ρυθμό. Αυτό το πέτυχε με τη σχηματοποίηση, τη λιτότητα, την απουσία των περιττών στοιχείων και την έμφαση στο ουσιώδες, δηλαδή στη μορφοποίηση της προσωπικότητας του Δούνια. Και βέβαια ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Φάνη Σακελλαρίου, ο οποίος παρουσιάζει το Γέρο του Μοριά, τη στιγμή που τραβά με το αριστερό του χέρι τα χαλινάρια και υποχρεώνει το άλογό του να σταθεί ακίνητο στα πίσω πόδια του, ενώ  αυτός ανασηκώνεται, κραδαίνοντας το σπαθί του. Η στάση του αλόγου και η κίνηση του δεξιού χεριού του στρατηγού, η θέση του σώματος του και η έκφραση του προσώπου του ,  αποβλέπουν να δώσουν το χαρακτήρα μιας μεγάλης αποφασιστικής στιγμής. Ο Κολοκοτρώνης ανακόπτει τον ορμητικό καλπασμό του αλόγου του, για να εποπτεύσει καλύτερα το πεδίο της μάχης και να αποφασίσει γρήγορα προς τα πού είναι περισσότερο ανάγκη να στραφεί. Γι΄αυτό το λόγο, το έργο έχει οργανωθεί σε δύο σειρές θέματα, διαγώνια και κάθετα-διαγώνια, όπως ο κορμός του ανασηκωμένου στα πισινά  πόδια αλόγου, το χαλινάρι και τα μπροστινά πόδια του και κάθετα, όπως το σώμα του Κολοκοτρώνη, ο λαιμός, το πίσω μέρος και η ουρά του αλόγου-που δίνουν αμεσότητα και αλήθεια στο σύνολο. Μ’ αυτό  τον τρόπο το έργο κερδίζει ένα πλούσιο εκφραστικό περιεχόμενο.
Το έργο κινείται στο κλίμα του ακαδημαϊκού ρεαλισμού και διακρίνεται για την μνημειακότητά του.
Η υπαίθρια γλυπτική στην Τρίπολη φαίνεται ν’ αποτελεί ένα ανομοιογενές σύνολο. Επιβάλλεται με συντονισμένες ενέργειες να γίνει η καταγραφή όλων των υπαρχόντων γλυπτών, με αναφορά στο πρόσωπο και το έργο των δημιουργών τους και για ποιο λόγο φιλοτεχνήθηκαν. Επίσης είναι  απαραίτητη η συντήρηση και η προστασία τους.  Η διασφάλιση της ποιότητας και της αισθητικής των γλυπτών έργων, η σωστή διαχείριση του δημόσιου χώρου, η ενθάρρυνση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και η αποκατάσταση της αναγνωσιμότητας και της επικοινωνίας, με το κοινό της πόλης, είναι στοιχεία παιδείας με στόχο την συνειδητοποίηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

ΥΓ. Το άρθρο αυτό επικεντρώθηκε και σε  κάποια  γλυπτά, τα οποία δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό της πόλης ενώ δεν αναφέρονται άλλα πολύ γνωστά και σημαντικά δημιουργήματα, γιατί σκοπός του δεν είναι η καταγραφή των γλυπτών της  πόλης αλλά ένας προβληματισμός για τη διαχείριση της υπαίθριας γλυπτικής.

www.odosarkadias.gr